Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κωνῖτις
κῶνος
κωνοτομέω
κωνοφόρος
κωνωπεῖον
κώνωψ
Κῷος
Κωπαΐς
κωπεύς
κωπεύω
κωπήεις
κωπηλατέω
κωπηλάτης
κώπη
κωπήρης
κωπίον
κώρα
κώρυκος
κώριον
κῶρος
κωροσύνα
View word page
κωπήεις
κωπήεις κωπήεις, εσσα, εν hilted, Il.

ShortDef

hilted

Debugging

Headword:
κωπήεις
Headword (normalized):
κωπήεις
Headword (normalized/stripped):
κωπηεις
IDX:
19123
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19142
Key:
kwph/eis

Data

{'content': 'κωπήεις\n κωπήεις, εσσα, εν\n hilted, Il.', 'key': 'kwph/eis'}