Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κωμῳδοδιδασκαλία
κωμῳδοδιδάσκαλος
κωμῳδολοιχέω
κωμῳδοποιητής
κωμῳδοποιός
κωμῳδός
κώνειον
κωνίον
κωνῖτις
κῶνος
κωνοτομέω
κωνοφόρος
κωνωπεῖον
κώνωψ
Κῷος
Κωπαΐς
κωπεύς
κωπεύω
κωπήεις
κωπηλατέω
κωπηλάτης
View word page
κωνοτομέω
κωνοτομέω κωνο-τομέω, fut. -ήσω to make a conic section, Anth.
ShortDef
to make a conic section
Debugging
Headword:
κωνοτομέω
Headword (normalized):
κωνοτομέω
Headword (normalized/stripped):
κωνοτομεω
IDX:
19115
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19134
Key:
kwnotome/w
Data
{'content': 'κωνοτομέω\n κωνο-τομέω,\n fut. -ήσω\n to make a conic section, Anth.', 'key': 'kwnotome/w'}