Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κωμῳδόγελως
κωμῳδογράφος
κωμῳδοδιδασκαλία
κωμῳδοδιδάσκαλος
κωμῳδολοιχέω
κωμῳδοποιητής
κωμῳδοποιός
κωμῳδός
κώνειον
κωνίον
κωνῖτις
κῶνος
κωνοτομέω
κωνοφόρος
κωνωπεῖον
κώνωψ
Κῷος
Κωπαΐς
κωπεύς
κωπεύω
κωπήεις
View word page
κωνῖτις
κωνῖτις κωνῖτις, ιδος κῶνος I extracted from pine-cones, Anth.
ShortDef
extracted from pine-cones
Debugging
Headword:
κωνῖτις
Headword (normalized):
κωνῖτις
Headword (normalized/stripped):
κωνιτις
IDX:
19113
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19132
Key:
kwni=tis
Data
{'content': 'κωνῖτις\n κωνῖτις, ιδος\n κῶνος I\n extracted from pine-cones, Anth.', 'key': 'kwni=tis'}