Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κωμῳδέω
κωμῳδία
κωμῳδικός
κωμῳδόγελως
κωμῳδογράφος
κωμῳδοδιδασκαλία
κωμῳδοδιδάσκαλος
κωμῳδολοιχέω
κωμῳδοποιητής
κωμῳδοποιός
κωμῳδός
κώνειον
κωνίον
κωνῖτις
κῶνος
κωνοτομέω
κωνοφόρος
κωνωπεῖον
κώνωψ
Κῷος
Κωπαΐς
View word page
κωμῳδός
κωμῳδός κωμ-ῳδός, οῦ, ὁ, v. κωμῳδία a comedian, i. e., a comic actor, Xen., Aeschin. a comic poet, Plat.
ShortDef
a comedian
Debugging
Headword:
κωμῳδός
Headword (normalized):
κωμῳδός
Headword (normalized/stripped):
κωμωδος
IDX:
19110
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19129
Key:
kwmw|do/s
Data
{'content': 'κωμῳδός\n κωμ-ῳδός, οῦ, ὁ,\n v. κωμῳδία\n a comedian, i. e.,\n a comic actor, Xen., Aeschin.\n a comic poet, Plat.', 'key': 'kwmw|do/s'}