Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κῶμος
κώμυς
κωμῳδέω
κωμῳδία
κωμῳδικός
κωμῳδόγελως
κωμῳδογράφος
κωμῳδοδιδασκαλία
κωμῳδοδιδάσκαλος
κωμῳδολοιχέω
κωμῳδοποιητής
κωμῳδοποιός
κωμῳδός
κώνειον
κωνίον
κωνῖτις
κῶνος
κωνοτομέω
κωνοφόρος
κωνωπεῖον
κώνωψ
View word page
κωμῳδοποιητής
κωμῳδοποιητής κωμῳδο-ποιητής, οῦ, = κωμῳδοποιός, Ar.
ShortDef
comic poet
Debugging
Headword:
κωμῳδοποιητής
Headword (normalized):
κωμῳδοποιητής
Headword (normalized/stripped):
κωμωδοποιητης
IDX:
19108
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19127
Key:
kwmw|dopoihth/s
Data
{'content': 'κωμῳδοποιητής\n κωμῳδο-ποιητής, οῦ,\n = κωμῳδοποιός, Ar.', 'key': 'kwmw|dopoihth/s'}