Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κώμη
κωμήτης
κωμικός
κωμόπολις
κῶμος
κώμυς
κωμῳδέω
κωμῳδία
κωμῳδικός
κωμῳδόγελως
κωμῳδογράφος
κωμῳδοδιδασκαλία
κωμῳδοδιδάσκαλος
κωμῳδολοιχέω
κωμῳδοποιητής
κωμῳδοποιός
κωμῳδός
κώνειον
κωνίον
κωνῖτις
κῶνος
View word page
κωμῳδογράφος
κωμῳδογράφος κωμῳδο-γράφος (ᾰ), ὁ, = κωμῳδιογράφος, Anth.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κωμῳδογράφος
Headword (normalized):
κωμῳδογράφος
Headword (normalized/stripped):
κωμωδογραφος
IDX:
19104
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19123
Key:
kwmw|dogra/fos
Data
{'content': 'κωμῳδογράφος\n κωμῳδο-γράφος (ᾰ), ὁ,\n = κωμῳδιογράφος, Anth.', 'key': 'kwmw|dogra/fos'}