Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κωλώτης
κωμάζω
κῶμα
κωμάρχης
κωμαστής
κώμη
κωμήτης
κωμικός
κωμόπολις
κῶμος
κώμυς
κωμῳδέω
κωμῳδία
κωμῳδικός
κωμῳδόγελως
κωμῳδογράφος
κωμῳδοδιδασκαλία
κωμῳδοδιδάσκαλος
κωμῳδολοιχέω
κωμῳδοποιητής
κωμῳδοποιός
View word page
κώμυς
κώμυς κώμῡς, ῡθος, ἡ, a bundle of hay, Lat. manipulus, Theocr. deriv. uncertain
ShortDef
a bundle
Debugging
Headword:
κώμυς
Headword (normalized):
κώμυς
Headword (normalized/stripped):
κωμυς
IDX:
19099
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19118
Key:
kw/mus
Data
{'content': 'κώμυς\n κώμῡς, ῡθος, ἡ,\n a bundle of hay, Lat. manipulus, Theocr.\n \n deriv. uncertain', 'key': 'kw/mus'}