Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κωλυτικός
κωλύω
κωλώτης
κωμάζω
κῶμα
κωμάρχης
κωμαστής
κώμη
κωμήτης
κωμικός
κωμόπολις
κῶμος
κώμυς
κωμῳδέω
κωμῳδία
κωμῳδικός
κωμῳδόγελως
κωμῳδογράφος
κωμῳδοδιδασκαλία
κωμῳδοδιδάσκαλος
κωμῳδολοιχέω
View word page
κωμόπολις
κωμόπολις κωμό-πολις, εως κώμη a village-town, i. e. a place not entitled to be called a πόλις, NTest.

ShortDef

a village-town

Debugging

Headword:
κωμόπολις
Headword (normalized):
κωμόπολις
Headword (normalized/stripped):
κωμοπολις
IDX:
19097
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19116
Key:
kwmo/polis

Data

{'content': 'κωμόπολις\n κωμό-πολις, εως\n κώμη\n a village-town, i. e. a place not entitled to be called a πόλις, NTest.', 'key': 'kwmo/polis'}