Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κωλυτής
κωλυτικός
κωλύω
κωλώτης
κωμάζω
κῶμα
κωμάρχης
κωμαστής
κώμη
κωμήτης
κωμικός
κωμόπολις
κῶμος
κώμυς
κωμῳδέω
κωμῳδία
κωμῳδικός
κωμῳδόγελως
κωμῳδογράφος
κωμῳδοδιδασκαλία
κωμῳδοδιδάσκαλος
View word page
κωμικός
κωμικός κωμῐκός, ή, όν Lat. comicus, = κωμῳδικός, Aeschin.

ShortDef

of or for comedy, comic

Debugging

Headword:
κωμικός
Headword (normalized):
κωμικός
Headword (normalized/stripped):
κωμικος
IDX:
19096
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19115
Key:
kwmiko/s

Data

{'content': 'κωμικός\n κωμῐκός, ή, όν\n Lat. comicus, = κωμῳδικός, Aeschin.', 'key': 'kwmiko/s'}