Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κῶλον
κώλυμα
κωλύμη
κωλυτέος
κωλυτής
κωλυτικός
κωλύω
κωλώτης
κωμάζω
κῶμα
κωμάρχης
κωμαστής
κώμη
κωμήτης
κωμικός
κωμόπολις
κῶμος
κώμυς
κωμῳδέω
κωμῳδία
κωμῳδικός
View word page
κωμάρχης
κωμάρχης κωμ-άρχης, ου, ὁ, κώμη, ἄρχω the head man of a village, Xen.
ShortDef
the head man of a village
Debugging
Headword:
κωμάρχης
Headword (normalized):
κωμάρχης
Headword (normalized/stripped):
κωμαρχης
IDX:
19092
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19111
Key:
kwma/rxhs
Data
{'content': 'κωμάρχης\n κωμ-άρχης, ου, ὁ,\n κώμη, ἄρχω\n the head man of a village, Xen.', 'key': 'kwma/rxhs'}