Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κωλῆ
κώληψ
Κωλιάς
κῶλον
κώλυμα
κωλύμη
κωλυτέος
κωλυτής
κωλυτικός
κωλύω
κωλώτης
κωμάζω
κῶμα
κωμάρχης
κωμαστής
κώμη
κωμήτης
κωμικός
κωμόπολις
κῶμος
κώμυς
View word page
κωλώτης
κωλώτης κωλώτης, ου, ὁ, prob. = ἀσκαλαβώτης, Babr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κωλώτης
Headword (normalized):
κωλώτης
Headword (normalized/stripped):
κωλωτης
IDX:
19089
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19108
Key:
kwlw/ths

Data

{'content': 'κωλώτης\n κωλώτης, ου, ὁ,\n prob. = ἀσκαλαβώτης, Babr.', 'key': 'kwlw/ths'}