Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κωκυτός
κωκύω
κωλακρέτης
κωλῆ
κώληψ
Κωλιάς
κῶλον
κώλυμα
κωλύμη
κωλυτέος
κωλυτής
κωλυτικός
κωλύω
κωλώτης
κωμάζω
κῶμα
κωμάρχης
κωμαστής
κώμη
κωμήτης
κωμικός
View word page
κωλυτής
κωλυτής κωλῡτής, οῦ, κωλύω a hinderer, Thuc.
ShortDef
a hinderer
Debugging
Headword:
κωλυτής
Headword (normalized):
κωλυτής
Headword (normalized/stripped):
κωλυτης
IDX:
19086
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19105
Key:
kwluth/s
Data
{'content': 'κωλυτής\n κωλῡτής, οῦ,\n κωλύω\n a hinderer, Thuc.', 'key': 'kwluth/s'}