Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀγκύλη
ἀγκύλιον
ἀγκυλογλώχιν
ἀγκυλόδους
ἀγκυλομήτης
ἀγκυλόπους
ἀγκύλος
ἀγκυλότοξος
ἀγκυλοχείλης
ἀγκυλοχήλης
ἀγκυλόω
ἀγκυλωτός
ἄγκυρα
ἀγκυρίζω
ἀγκύριον
ἀγκών
ἀγλαέθειρος
ἀγλαΐα
ἀγλαΐζω
ἀγλάϊσμα
ἀγλαόγυιος
View word page
ἀγκυλόω
ἀγκυλόω ἀγκύλος to crook, bend, τὴν χεῖρα: Pass., ὄνυχας ἠγκυλωμένος with crooked claws, Ar.

ShortDef

to crook, bend

Debugging

Headword:
ἀγκυλόω
Headword (normalized):
ἀγκυλόω
Headword (normalized/stripped):
αγκυλοω
IDX:
191
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n191
Key:
a)gkulo/w

Data

{'content': 'ἀγκυλόω\n ἀγκύλος\n to crook, bend, τὴν χεῖρα: Pass., ὄνυχας ἠγκυλωμένος with crooked claws, Ar.', 'key': 'a)gkulo/w'}