Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κῳδάριον
κώδεια
κῴδιον
κωδωνίζω
κωδωνόκροτος
κωδωνοφαλαρόπωλος
κωδωνοφορέω
κώδων
κώθων
Κώϊος
κώκυμα
κωκυτός
κωκύω
κωλακρέτης
κωλῆ
κώληψ
Κωλιάς
κῶλον
κώλυμα
κωλύμη
κωλυτέος
View word page
κώκυμα
κώκυμα κώκῡμα, ατος, τό, a shriek, wail, Aesch., Soph. from κωκύω
ShortDef
a shriek, wail
Debugging
Headword:
κώκυμα
Headword (normalized):
κώκυμα
Headword (normalized/stripped):
κωκυμα
IDX:
19075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19094
Key:
kw/kuma
Data
{'content': 'κώκυμα\n κώκῡμα, ατος, τό,\n a shriek, wail, Aesch., Soph.\n from κωκύω', 'key': 'kw/kuma'}