Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κυψέλη
Κυψελίδαι
κύων
κύω
κῶας
κωβιός
κῳδάριον
κώδεια
κῴδιον
κωδωνίζω
κωδωνόκροτος
κωδωνοφαλαρόπωλος
κωδωνοφορέω
κώδων
κώθων
Κώϊος
κώκυμα
κωκυτός
κωκύω
κωλακρέτης
κωλῆ
View word page
κωδωνόκροτος
κωδωνόκροτος κωδωνό-κροτος, ον ringing, jingling, as with bells, Eur.

ShortDef

ringing, jingling

Debugging

Headword:
κωδωνόκροτος
Headword (normalized):
κωδωνόκροτος
Headword (normalized/stripped):
κωδωνοκροτος
IDX:
19069
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19088
Key:
kwdwno/krotos

Data

{'content': 'κωδωνόκροτος\n κωδωνό-κροτος, ον\n ringing, jingling, as with bells, Eur.', 'key': 'kwdwno/krotos'}