Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κύφων
κυψέλη
Κυψελίδαι
κύων
κύω
κῶας
κωβιός
κῳδάριον
κώδεια
κῴδιον
κωδωνίζω
κωδωνόκροτος
κωδωνοφαλαρόπωλος
κωδωνοφορέω
κώδων
κώθων
Κώϊος
κώκυμα
κωκυτός
κωκύω
κωλακρέτης
View word page
κωδωνίζω
κωδωνίζω from κώδων κωδωνίζω, to prove by ringing, of money, Ar.

ShortDef

to prove by ringing

Debugging

Headword:
κωδωνίζω
Headword (normalized):
κωδωνίζω
Headword (normalized/stripped):
κωδωνιζω
IDX:
19068
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19087
Key:
kwdwni/zw

Data

{'content': 'κωδωνίζω\n from κώδων\n κωδωνίζω,\n to prove by ringing, of money, Ar.', 'key': 'kwdwni/zw'}