Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κύριος
κυριότης
κυρίσσω
κυρίως
κύρμα
Κύρνος
κῦρος
Κῦρος
κυρόω
κυρτευτής
κύρτη
κυρτός
κυρτόω
κύρωσις
κύστις
κύτισος
κυτμίς
κυτογάστωρ
κύτος
κύτταρος
κυφαγωγός
View word page
κύρτη
κύρτη κύρτη, ἡ, a fishing-basket, Lat. nassa, Hdt.; κυρτός, ὁ, κυρτευτής, Plat. a bird-cage, Lat. cavea, Anth. from κυρτός
ShortDef
a fishing-basket
Debugging
Headword:
κύρτη
Headword (normalized):
κύρτη
Headword (normalized/stripped):
κυρτη
IDX:
19045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19064
Key:
ku/rth
Data
{'content': 'κύρτη\n κύρτη, ἡ,\n a fishing-basket, Lat. nassa, Hdt.; κυρτός, ὁ, κυρτευτής, Plat.\n a bird-cage, Lat. cavea, Anth.\n from κυρτός', 'key': 'ku/rth'}