Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀμφερέφω
ἀμφέρχομαι
ἀμφήκης
ἀμφηρεφής
ἀμφήρης
ἀμφηρικός
ἀμφήριστος
ἀμφιάζω
ἀμφίαλος
Ἀμφιάραος
ἀμφίασμα
ἀμφιάχω
ἀμφιβαίνω
ἀμφιβάλλω
ἀμφίβασις
ἀμφίβιος
ἀμφίβλημα
ἀμφίβληστρον
ἀμφιβόητος
ἀμφιβολία
ἀμφίβολος
View word page
ἀμφίασμα
ἀμφίασμα ἀμφιάζω a garment, Ctes., Luc.
ShortDef
a garment
Debugging
Headword:
ἀμφίασμα
Headword (normalized):
ἀμφίασμα
Headword (normalized/stripped):
αμφιασμα
IDX:
1906
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n1906
Key:
a)mfi/asma
Data
{'content': 'ἀμφίασμα\n ἀμφιάζω\n a garment, Ctes., Luc.', 'key': 'a)mfi/asma'}