Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κυοφορέω
κυπαρίσσινος
κυπάρισσος
κυπασσίς
κύπειρον
κύπειρος
κυπελλομάχος
κύπελλον
κυπελλοφόρος
κύπερος
Κυπρίδιος
Κύπριος
Κύπρις
Κυπρογενής
Κυπρόθεν
Κύπρονδε
Κύπρος
κυπτάζω
κύπτω
κυρβασία
Κύρβας
View word page
Κυπρίδιος
Κυπρίδιος Κυπρίδιος, α, ον Κύπρις like Cypris, i. e. lovely, tender, Anth.
ShortDef
like Cypris
Debugging
Headword:
Κυπρίδιος
Headword (normalized):
κυπρίδιος
Headword (normalized/stripped):
κυπριδιος
IDX:
19013
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19032
Key:
*kupri/dios
Data
{'content': 'Κυπρίδιος\n Κυπρίδιος, α, ον\n Κύπρις\n like Cypris, i. e. lovely, tender, Anth.', 'key': '*kupri/dios'}