Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κυνώ
κυνώπης
κυοφορέω
κυπαρίσσινος
κυπάρισσος
κυπασσίς
κύπειρον
κύπειρος
κυπελλομάχος
κύπελλον
κυπελλοφόρος
κύπερος
Κυπρίδιος
Κύπριος
Κύπρις
Κυπρογενής
Κυπρόθεν
Κύπρονδε
Κύπρος
κυπτάζω
κύπτω
View word page
κυπελλοφόρος
κυπελλοφόρος κῠπελλο-φόρος, ον φέρω carrying cups, Anth.
ShortDef
carrying cups
Debugging
Headword:
κυπελλοφόρος
Headword (normalized):
κυπελλοφόρος
Headword (normalized/stripped):
κυπελλοφορος
IDX:
19011
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19030
Key:
kupellofo/ros
Data
{'content': 'κυπελλοφόρος\n κῠπελλο-φόρος, ον\n φέρω\n carrying cups, Anth.', 'key': 'kupellofo/ros'}