Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κυνοσπάρακτος
κυνοῦχος
κυνόφρων
κύντερος
κυνώ
κυνώπης
κυοφορέω
κυπαρίσσινος
κυπάρισσος
κυπασσίς
κύπειρον
κύπειρος
κυπελλομάχος
κύπελλον
κυπελλοφόρος
κύπερος
Κυπρίδιος
Κύπριος
Κύπρις
Κυπρογενής
Κυπρόθεν
View word page
κύπειρον
κύπειρον .κύπειρον (ῠ), ου, τό, a sweet-smelling marsh-plant, perh. galingale, used to feed horses, Hom.

ShortDef

galingale

Debugging

Headword:
κύπειρον
Headword (normalized):
κύπειρον
Headword (normalized/stripped):
κυπειρον
IDX:
19007
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19026
Key:
ku/peiron

Data

{'content': 'κύπειρον\n .κύπειρον (ῠ), ου, τό,\n a sweet-smelling marsh-plant, perh. galingale, used to feed horses, Hom.', 'key': 'ku/peiron'}