Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κυνοπρόσωπος
Κυνόσαργες
κυνόσβατος
κυνόσουρα
κυνοσπάρακτος
κυνοῦχος
κυνόφρων
κύντερος
κυνώ
κυνώπης
κυοφορέω
κυπαρίσσινος
κυπάρισσος
κυπασσίς
κύπειρον
κύπειρος
κυπελλομάχος
κύπελλον
κυπελλοφόρος
κύπερος
Κυπρίδιος
View word page
κυοφορέω
κυοφορέω κυο-φορέω, κύω, φέρω to be pregnant, Luc.
ShortDef
to be pregnant
Debugging
Headword:
κυοφορέω
Headword (normalized):
κυοφορέω
Headword (normalized/stripped):
κυοφορεω
IDX:
19003
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19022
Key:
kuofore/w
Data
{'content': 'κυοφορέω\n κυο-φορέω,\n κύω, φέρω\n to be pregnant, Luc.', 'key': 'kuofore/w'}