Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κυνοκλόπος
κυνοκοπέω
κυνόμυια
κυνοπρόσωπος
Κυνόσαργες
κυνόσβατος
κυνόσουρα
κυνοσπάρακτος
κυνοῦχος
κυνόφρων
κύντερος
κυνώ
κυνώπης
κυοφορέω
κυπαρίσσινος
κυπάρισσος
κυπασσίς
κύπειρον
κύπειρος
κυπελλομάχος
κύπελλον
View word page
κύντερος
κύντερος κύντερος, α, ον comp. adj. formed from κύων more dog-like, i. e. more shameless, more audacious, Hom.; more horrible, κύντερον ἄλλο ποτʼ ἔτλης Od. Sup. κύντατος, η, ον most audacious, Il., Hhymn.

ShortDef

more dog-like

Debugging

Headword:
κύντερος
Headword (normalized):
κύντερος
Headword (normalized/stripped):
κυντερος
IDX:
19000
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19019
Key:
ku/nteros

Data

{'content': 'κύντερος\n κύντερος, α, ον\n comp. adj. formed from κύων\n more dog-like, i. e. more shameless, more audacious, Hom.; more horrible, κύντερον ἄλλο ποτʼ ἔτλης Od.\n Sup. κύντατος, η, ον most audacious, Il., Hhymn.', 'key': 'ku/nteros'}