Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κυνοθαρσής
κυνοκέφαλος
κυνοκλόπος
κυνοκοπέω
κυνόμυια
κυνοπρόσωπος
Κυνόσαργες
κυνόσβατος
κυνόσουρα
κυνοσπάρακτος
κυνοῦχος
κυνόφρων
κύντερος
κυνώ
κυνώπης
κυοφορέω
κυπαρίσσινος
κυπάρισσος
κυπασσίς
κύπειρον
κύπειρος
View word page
κυνοῦχος
κυνοῦχος κυν-οῦχος, ὁ, ἔχω a dog-holder, dog-leash, Anth. a dog-skin sack, used in hunting, Xen.
ShortDef
a dog-holder, dog-leash
Debugging
Headword:
κυνοῦχος
Headword (normalized):
κυνοῦχος
Headword (normalized/stripped):
κυνουχος
IDX:
18998
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19017
Key:
kunou=xos
Data
{'content': 'κυνοῦχος\n κυν-οῦχος, ὁ,\n ἔχω\n a dog-holder, dog-leash, Anth.\n a dog-skin sack, used in hunting, Xen.', 'key': 'kunou=xos'}