Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κυνίσκη
κυνίσκος
κυνισμός
κυνόδους
κυνοδρομέω
κυνοθαρσής
κυνοκέφαλος
κυνοκλόπος
κυνοκοπέω
κυνόμυια
κυνοπρόσωπος
Κυνόσαργες
κυνόσβατος
κυνόσουρα
κυνοσπάρακτος
κυνοῦχος
κυνόφρων
κύντερος
κυνώ
κυνώπης
κυοφορέω
View word page
κυνοπρόσωπος
κυνοπρόσωπος κῠνο-πρόσωπος, ον πρόσωπον dog-faced, Luc.

ShortDef

dog-faced

Debugging

Headword:
κυνοπρόσωπος
Headword (normalized):
κυνοπρόσωπος
Headword (normalized/stripped):
κυνοπροσωπος
IDX:
18993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19012
Key:
kunopro/swpos

Data

{'content': 'κυνοπρόσωπος\n κῠνο-πρόσωπος, ον\n πρόσωπον\n dog-faced, Luc.', 'key': 'kunopro/swpos'}