Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κυνίζω
κυνικός
κυνίσκη
κυνίσκος
κυνισμός
κυνόδους
κυνοδρομέω
κυνοθαρσής
κυνοκέφαλος
κυνοκλόπος
κυνοκοπέω
κυνόμυια
κυνοπρόσωπος
Κυνόσαργες
κυνόσβατος
κυνόσουρα
κυνοσπάρακτος
κυνοῦχος
κυνόφρων
κύντερος
κυνώ
View word page
κυνοκοπέω
κυνοκοπέω κῠνο-κοπέω, fut. -ήσω κόπτω to beat like a dog, Ar.

ShortDef

to beat like a dog

Debugging

Headword:
κυνοκοπέω
Headword (normalized):
κυνοκοπέω
Headword (normalized/stripped):
κυνοκοπεω
IDX:
18991
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19010
Key:
kunokope/w

Data

{'content': 'κυνοκοπέω\n κῠνο-κοπέω,\n fut. -ήσω\n κόπτω\n to beat like a dog, Ar.', 'key': 'kunokope/w'}