Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κυνίδιον
κυνίζω
κυνικός
κυνίσκη
κυνίσκος
κυνισμός
κυνόδους
κυνοδρομέω
κυνοθαρσής
κυνοκέφαλος
κυνοκλόπος
κυνοκοπέω
κυνόμυια
κυνοπρόσωπος
Κυνόσαργες
κυνόσβατος
κυνόσουρα
κυνοσπάρακτος
κυνοῦχος
κυνόφρων
κύντερος
View word page
κυνοκλόπος
κυνοκλόπος κῠνο-κλόπος, ον κλέπτω dog-stealing, Ar.

ShortDef

dog-stealing

Debugging

Headword:
κυνοκλόπος
Headword (normalized):
κυνοκλόπος
Headword (normalized/stripped):
κυνοκλοπος
IDX:
18990
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19009
Key:
kunoklo/pos

Data

{'content': 'κυνοκλόπος\n κῠνο-κλόπος, ον\n κλέπτω\n dog-stealing, Ar.', 'key': 'kunoklo/pos'}