Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κυνιδεύς
κυνίδιον
κυνίζω
κυνικός
κυνίσκη
κυνίσκος
κυνισμός
κυνόδους
κυνοδρομέω
κυνοθαρσής
κυνοκέφαλος
κυνοκλόπος
κυνοκοπέω
κυνόμυια
κυνοπρόσωπος
Κυνόσαργες
κυνόσβατος
κυνόσουρα
κυνοσπάρακτος
κυνοῦχος
κυνόφρων
View word page
κυνοκέφαλος
κυνοκέφαλος κῠνο-κέφᾰλος, ον κεφαλή dog-headed; οἱ Κυνοκέφαλοι, dog-heads, the name of a people, Hdt. the dogfaced baboon, Plat., Luc. κυνοκεφάλλῳ in Ar.]

ShortDef

dog-headed

Debugging

Headword:
κυνοκέφαλος
Headword (normalized):
κυνοκέφαλος
Headword (normalized/stripped):
κυνοκεφαλος
IDX:
18989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19008
Key:
kunoke/falos

Data

{'content': 'κυνοκέφαλος\n κῠνο-κέφᾰλος, ον\n κεφαλή\n dog-headed; οἱ Κυνοκέφαλοι, dog-heads, the name of a people, Hdt.\n the dogfaced baboon, Plat., Luc. κυνοκεφάλλῳ in Ar.]', 'key': 'kunoke/falos'}