κυνοκέφαλος
κῠνο-κέφᾰλος, ον
κεφαλή
dog-headed; οἱ Κυνοκέφαλοι, dog-heads, the name of a people, Hdt.
the dogfaced baboon, Plat., Luc. κυνοκεφάλλῳ in Ar.]
{'content': 'κυνοκέφαλος\n κῠνο-κέφᾰλος, ον\n κεφαλή\n dog-headed; οἱ Κυνοκέφαλοι, dog-heads, the name of a people, Hdt.\n the dogfaced baboon, Plat., Luc. κυνοκεφάλλῳ in Ar.]', 'key': 'kunoke/falos'}