Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Κύνθος
κυνιδεύς
κυνίδιον
κυνίζω
κυνικός
κυνίσκη
κυνίσκος
κυνισμός
κυνόδους
κυνοδρομέω
κυνοθαρσής
κυνοκέφαλος
κυνοκλόπος
κυνοκοπέω
κυνόμυια
κυνοπρόσωπος
Κυνόσαργες
κυνόσβατος
κυνόσουρα
κυνοσπάρακτος
κυνοῦχος
View word page
κυνοθαρσής
κυνοθαρσής κῠνο-θαρσής, ές θάρσος impudent as a dog, Theocr.
ShortDef
impudent as a dog
Debugging
Headword:
κυνοθαρσής
Headword (normalized):
κυνοθαρσής
Headword (normalized/stripped):
κυνοθαρσης
IDX:
18988
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19007
Key:
kunoqarsh/s
Data
{'content': 'κυνοθαρσής\n κῠνο-θαρσής, ές\n θάρσος\n impudent as a dog, Theocr.', 'key': 'kunoqarsh/s'}