Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κυνηδόν
Κύνθος
κυνιδεύς
κυνίδιον
κυνίζω
κυνικός
κυνίσκη
κυνίσκος
κυνισμός
κυνόδους
κυνοδρομέω
κυνοθαρσής
κυνοκέφαλος
κυνοκλόπος
κυνοκοπέω
κυνόμυια
κυνοπρόσωπος
Κυνόσαργες
κυνόσβατος
κυνόσουρα
κυνοσπάρακτος
View word page
κυνοδρομέω
κυνοδρομέω κῠνο-δρομέω, fut. -ήσω δρόμος to run with dogs, Xen.

ShortDef

to run with dogs

Debugging

Headword:
κυνοδρομέω
Headword (normalized):
κυνοδρομέω
Headword (normalized/stripped):
κυνοδρομεω
IDX:
18987
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19006
Key:
kunodrome/w

Data

{'content': 'κυνοδρομέω\n κῠνο-δρομέω,\n fut. -ήσω\n δρόμος\n to run with dogs, Xen.', 'key': 'kunodrome/w'}