Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κυνήγιον
κυνηδόν
Κύνθος
κυνιδεύς
κυνίδιον
κυνίζω
κυνικός
κυνίσκη
κυνίσκος
κυνισμός
κυνόδους
κυνοδρομέω
κυνοθαρσής
κυνοκέφαλος
κυνοκλόπος
κυνοκοπέω
κυνόμυια
κυνοπρόσωπος
Κυνόσαργες
κυνόσβατος
κυνόσουρα
View word page
κυνόδους
κυνόδους κῠν-όδους, οντος, a canine tooth, Xen., etc.
ShortDef
a canine tooth
Debugging
Headword:
κυνόδους
Headword (normalized):
κυνόδους
Headword (normalized/stripped):
κυνοδους
IDX:
18986
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19005
Key:
kuno/dous
Data
{'content': 'κυνόδους\n κῠν-όδους, οντος,\n a canine tooth, Xen., etc.', 'key': 'kuno/dous'}