Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κυνηγία
κυνήγιον
κυνηδόν
Κύνθος
κυνιδεύς
κυνίδιον
κυνίζω
κυνικός
κυνίσκη
κυνίσκος
κυνισμός
κυνόδους
κυνοδρομέω
κυνοθαρσής
κυνοκέφαλος
κυνοκλόπος
κυνοκοπέω
κυνόμυια
κυνοπρόσωπος
Κυνόσαργες
κυνόσβατος
View word page
κυνισμός
κυνισμός κῠνισμός, οῦ, ὁ, Cynical philosophy or conduct, Luc.

ShortDef

Cynical philosophy

Debugging

Headword:
κυνισμός
Headword (normalized):
κυνισμός
Headword (normalized/stripped):
κυνισμος
IDX:
18985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19004
Key:
kunismo/s

Data

{'content': 'κυνισμός\n κῠνισμός, οῦ, ὁ,\n Cynical philosophy or conduct, Luc.', 'key': 'kunismo/s'}