Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κυνηγέω
κυνηγία
κυνήγιον
κυνηδόν
Κύνθος
κυνιδεύς
κυνίδιον
κυνίζω
κυνικός
κυνίσκη
κυνίσκος
κυνισμός
κυνόδους
κυνοδρομέω
κυνοθαρσής
κυνοκέφαλος
κυνοκλόπος
κυνοκοπέω
κυνόμυια
κυνοπρόσωπος
Κυνόσαργες
View word page
κυνίσκος
κυνίσκος κῠνίσκος, ὁ, κύων a young dog, puppy, Hdt. metaph. a little Cynic, Luc.
ShortDef
a young dog, puppy
Debugging
Headword:
κυνίσκος
Headword (normalized):
κυνίσκος
Headword (normalized/stripped):
κυνισκος
IDX:
18984
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19003
Key:
kuni/skos
Data
{'content': 'κυνίσκος\n κῠνίσκος, ὁ,\n κύων\n a young dog, puppy, Hdt.\n metaph. a little Cynic, Luc.', 'key': 'kuni/skos'}