Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κυνηγέτις
κυνηγέω
κυνηγία
κυνήγιον
κυνηδόν
Κύνθος
κυνιδεύς
κυνίδιον
κυνίζω
κυνικός
κυνίσκη
κυνίσκος
κυνισμός
κυνόδους
κυνοδρομέω
κυνοθαρσής
κυνοκέφαλος
κυνοκλόπος
κυνοκοπέω
κυνόμυια
κυνοπρόσωπος
View word page
κυνίσκη
κυνίσκη κῠνίσκη, ἡ, κύων a bitch-puppy, Ar.

ShortDef

a bitch-puppy

Debugging

Headword:
κυνίσκη
Headword (normalized):
κυνίσκη
Headword (normalized/stripped):
κυνισκη
IDX:
18983
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19002
Key:
kuni/skh

Data

{'content': 'κυνίσκη\n κῠνίσκη, ἡ,\n κύων\n a bitch-puppy, Ar.', 'key': 'kuni/skh'}