Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κυνηγέτης
κυνηγετικός
κυνηγέτις
κυνηγέω
κυνηγία
κυνήγιον
κυνηδόν
Κύνθος
κυνιδεύς
κυνίδιον
κυνίζω
κυνικός
κυνίσκη
κυνίσκος
κυνισμός
κυνόδους
κυνοδρομέω
κυνοθαρσής
κυνοκέφαλος
κυνοκλόπος
κυνοκοπέω
View word page
κυνίζω
κυνίζω κῠνίζω, κύων to play the dog: metaph. to live like a Cynic, belong to their sect, Luc.

ShortDef

to play the dog

Debugging

Headword:
κυνίζω
Headword (normalized):
κυνίζω
Headword (normalized/stripped):
κυνιζω
IDX:
18981
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19000
Key:
kuni/zw

Data

{'content': 'κυνίζω\n κῠνίζω,\n κύων\n to play the dog: metaph. to live like a Cynic, belong to their sect, Luc.', 'key': 'kuni/zw'}