Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄγκος
ἀγκύλη
ἀγκύλιον
ἀγκυλογλώχιν
ἀγκυλόδους
ἀγκυλομήτης
ἀγκυλόπους
ἀγκύλος
ἀγκυλότοξος
ἀγκυλοχείλης
ἀγκυλοχήλης
ἀγκυλόω
ἀγκυλωτός
ἄγκυρα
ἀγκυρίζω
ἀγκύριον
ἀγκών
ἀγλαέθειρος
ἀγλαΐα
ἀγλαΐζω
ἀγλάϊσμα
View word page
ἀγκυλοχήλης
ἀγκυλοχήλης χηλή with crooked claws, Batr.
ShortDef
with crooked claws
Debugging
Headword:
ἀγκυλοχήλης
Headword (normalized):
ἀγκυλοχήλης
Headword (normalized/stripped):
αγκυλοχηλης
IDX:
190
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n190
Key:
a)gkuloxh/lhs
Data
{'content': 'ἀγκυλοχήλης\n χηλή\n with crooked claws, Batr.', 'key': 'a)gkuloxh/lhs'}