Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀβαρής
ἀβασάνιστος
ἀβασίλευτος
ἀβάσκαντος
ἀβάστακτος
ἄβατος
ἀββα
Ἀβδηρίτης
Ἀβδηριτικός
ἀβέβαιος
ἀβέβηλος
ἀβελτερία
ἀβέλτερος
ἀβίαστος
ἄβιος
ἀβίωτος
ἀβλάβεια
ἀβλαβής
ἀβλέφαρος
ἀβλής
ἄβλητος
View word page
ἀβέβηλος
ἀβέβηλος not profane, inviolable, Plut.
ShortDef
not profane, inviolable
Debugging
Headword:
ἀβέβηλος
Headword (normalized):
ἀβέβηλος
Headword (normalized/stripped):
αβεβηλος
IDX:
19
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n19
Key:
a)be/bhlos
Data
{'content': 'ἀβέβηλος\n not profane, inviolable, Plut.', 'key': 'a)be/bhlos'}