Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κύνεος
κυνέω
κυνηγεσία
κυνηγέσιον
κυνηγετέω
κυνηγέτης
κυνηγετικός
κυνηγέτις
κυνηγέω
κυνηγία
κυνήγιον
κυνηδόν
Κύνθος
κυνιδεύς
κυνίδιον
κυνίζω
κυνικός
κυνίσκη
κυνίσκος
κυνισμός
κυνόδους
View word page
κυνήγιον
κυνήγιον κῠνήγιον, ου, τό, = κυνηγέσιον, the hunt, chase, Plut.

ShortDef

the hunt, chase

Debugging

Headword:
κυνήγιον
Headword (normalized):
κυνήγιον
Headword (normalized/stripped):
κυνηγιον
IDX:
18976
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18995
Key:
kunh/gion

Data

{'content': 'κυνήγιον\n κῠνήγιον, ου, τό,\n = κυνηγέσιον,\n the hunt, chase, Plut.', 'key': 'kunh/gion'}