Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κύνειος
κύνεος
κυνέω
κυνηγεσία
κυνηγέσιον
κυνηγετέω
κυνηγέτης
κυνηγετικός
κυνηγέτις
κυνηγέω
κυνηγία
κυνήγιον
κυνηδόν
Κύνθος
κυνιδεύς
κυνίδιον
κυνίζω
κυνικός
κυνίσκη
κυνίσκος
κυνισμός
View word page
κυνηγία
κυνηγία hunt, chase, hunting, Trag.

ShortDef

hunt, chase, hunting

Debugging

Headword:
κυνηγία
Headword (normalized):
κυνηγία
Headword (normalized/stripped):
κυνηγια
IDX:
18975
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18994
Key:
kunhgi/a

Data

{'content': 'κυνηγία\n hunt, chase, hunting, Trag.', 'key': 'kunhgi/a'}