Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κυνέη
κύνειος
κύνεος
κυνέω
κυνηγεσία
κυνηγέσιον
κυνηγετέω
κυνηγέτης
κυνηγετικός
κυνηγέτις
κυνηγέω
κυνηγία
κυνήγιον
κυνηδόν
Κύνθος
κυνιδεύς
κυνίδιον
κυνίζω
κυνικός
κυνίσκη
κυνίσκος
View word page
κυνηγέω
κυνηγέω κῠνηγέω, κυνηγός to hunt, chase, later form of κυνηγετέω, Plut.

ShortDef

to hunt, chase

Debugging

Headword:
κυνηγέω
Headword (normalized):
κυνηγέω
Headword (normalized/stripped):
κυνηγεω
IDX:
18974
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18993
Key:
kunhge/w

Data

{'content': 'κυνηγέω\n κῠνηγέω,\n κυνηγός\n to hunt, chase, later form of κυνηγετέω, Plut.', 'key': 'kunhge/w'}