Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κυματοπλήξ
κυματόω
κυματωγή
κυματώδης
κύμβαλον
κύμβαχος
κύμινδις
κυμινεύω
κύμινον
κυμινοπρίστης
κυμινοπριστοκαρδαμογλύφος
κυμοδέγμων
Κυμοδόκη
κυμοθόη
Κυμοπόλεια
Κυμώ
κυνάγκη
κυναγός
κυναγωγός
κυναλώπηξ
κυνάμυια
View word page
κυμινοπριστοκαρδαμογλύφος
κυμινοπριστοκαρδαμογλύφος κῠμῑνο-πριστο-καρδᾰμο-γλύφος (γλῠ), ον γλύφω a cummin-splitting-cress-scraper, Ar.

ShortDef

a cummin-splitting-cress-scraper: skinflint

Debugging

Headword:
κυμινοπριστοκαρδαμογλύφος
Headword (normalized):
κυμινοπριστοκαρδαμογλύφος
Headword (normalized/stripped):
κυμινοπριστοκαρδαμογλυφος
IDX:
18950
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18969
Key:
kuminopristokardamoglu/fos

Data

{'content': 'κυμινοπριστοκαρδαμογλύφος\n κῠμῑνο-πριστο-καρδᾰμο-γλύφος (γλῠ), ον\n γλύφω\n a cummin-splitting-cress-scraper, Ar.', 'key': 'kuminopristokardamoglu/fos'}