Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Κυματολήγη
κυματοπλήξ
κυματόω
κυματωγή
κυματώδης
κύμβαλον
κύμβαχος
κύμινδις
κυμινεύω
κύμινον
κυμινοπρίστης
κυμινοπριστοκαρδαμογλύφος
κυμοδέγμων
Κυμοδόκη
κυμοθόη
Κυμοπόλεια
Κυμώ
κυνάγκη
κυναγός
κυναγωγός
κυναλώπηξ
View word page
κυμινοπρίστης
κυμινοπρίστης κῠμῑνο-πρίστης, ου, πρίω a cummin-splitter, i. e. a skinflint, niggard, Arist.

ShortDef

a cummin-splitter: skinflint

Debugging

Headword:
κυμινοπρίστης
Headword (normalized):
κυμινοπρίστης
Headword (normalized/stripped):
κυμινοπριστης
IDX:
18949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18968
Key:
kuminopri/sths

Data

{'content': 'κυμινοπρίστης\n κῠμῑνο-πρίστης, ου,\n πρίω\n a cummin-splitter, i. e. a skinflint, niggard, Arist.', 'key': 'kuminopri/sths'}