Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κυματοαγής
Κυματολήγη
κυματοπλήξ
κυματόω
κυματωγή
κυματώδης
κύμβαλον
κύμβαχος
κύμινδις
κυμινεύω
κύμινον
κυμινοπρίστης
κυμινοπριστοκαρδαμογλύφος
κυμοδέγμων
Κυμοδόκη
κυμοθόη
Κυμοπόλεια
Κυμώ
κυνάγκη
κυναγός
κυναγωγός
View word page
κύμινον
κύμινον κύμῑνον, ου, τό, cummin, Attic, NTest. deriv. uncertain

ShortDef

cummin

Debugging

Headword:
κύμινον
Headword (normalized):
κύμινον
Headword (normalized/stripped):
κυμινον
IDX:
18948
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18967
Key:
ku/minon

Data

{'content': 'κύμινον\n κύμῑνον, ου, τό,\n cummin, Attic, NTest.\n deriv. uncertain', 'key': 'ku/minon'}