Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κυματίας
κυματοαγής
Κυματολήγη
κυματοπλήξ
κυματόω
κυματωγή
κυματώδης
κύμβαλον
κύμβαχος
κύμινδις
κυμινεύω
κύμινον
κυμινοπρίστης
κυμινοπριστοκαρδαμογλύφος
κυμοδέγμων
Κυμοδόκη
κυμοθόη
Κυμοπόλεια
Κυμώ
κυνάγκη
κυναγός
View word page
κυμινεύω
κυμινεύω κῠμῑνεύω, fut. -σω κύμινον to strew with cummin, Luc.

ShortDef

to strew with cummin

Debugging

Headword:
κυμινεύω
Headword (normalized):
κυμινεύω
Headword (normalized/stripped):
κυμινευω
IDX:
18947
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18966
Key:
kumineu/w

Data

{'content': 'κυμινεύω\n κῠμῑνεύω,\n fut. -σω\n κύμινον\n to strew with cummin, Luc.', 'key': 'kumineu/w'}