Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κυλοιδιάω
κυμαίνω
κῦμα
κυματίας
κυματοαγής
Κυματολήγη
κυματοπλήξ
κυματόω
κυματωγή
κυματώδης
κύμβαλον
κύμβαχος
κύμινδις
κυμινεύω
κύμινον
κυμινοπρίστης
κυμινοπριστοκαρδαμογλύφος
κυμοδέγμων
Κυμοδόκη
κυμοθόη
Κυμοπόλεια
View word page
κύμβαλον
κύμβαλον .κύμβᾰλον, ου, τό, a cymbal, Xen.

ShortDef

a cymbal

Debugging

Headword:
κύμβαλον
Headword (normalized):
κύμβαλον
Headword (normalized/stripped):
κυμβαλον
IDX:
18944
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18963
Key:
ku/mbalon

Data

{'content': 'κύμβαλον\n .κύμβᾰλον, ου, τό,\n a cymbal, Xen.', 'key': 'ku/mbalon'}