Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Κυλλήνη
Κυλλοποδίων
κυλλός
κυλοιδιάω
κυμαίνω
κῦμα
κυματίας
κυματοαγής
Κυματολήγη
κυματοπλήξ
κυματόω
κυματωγή
κυματώδης
κύμβαλον
κύμβαχος
κύμινδις
κυμινεύω
κύμινον
κυμινοπρίστης
κυμινοπριστοκαρδαμογλύφος
κυμοδέγμων
View word page
κυματόω
κυματόω κῡμᾰτόω, fut. -ώσω κῦμα to cover with waves, Plut. Pass. to be raised or to rise in waves, of the sea, Thuc.
ShortDef
to cover with waves
Debugging
Headword:
κυματόω
Headword (normalized):
κυματόω
Headword (normalized/stripped):
κυματοω
IDX:
18941
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18960
Key:
kumato/w
Data
{'content': 'κυματόω\n κῡμᾰτόω,\n fut. -ώσω\n κῦμα\n to cover with waves, Plut.\n Pass. to be raised or to rise in waves, of the sea, Thuc.', 'key': 'kumato/w'}