Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κυλίω
κυλλᾶστις
Κυλλήνη
Κυλλοποδίων
κυλλός
κυλοιδιάω
κυμαίνω
κῦμα
κυματίας
κυματοαγής
Κυματολήγη
κυματοπλήξ
κυματόω
κυματωγή
κυματώδης
κύμβαλον
κύμβαχος
κύμινδις
κυμινεύω
κύμινον
κυμινοπρίστης
View word page
Κυματολήγη
Κυματολήγη Κῡμᾰτο-λήγη, ἡ, λήγω wave-stiller, a Nereid, Hes.
ShortDef
Cymatolege, Wave-stiller
wave-stiller
Debugging
Headword:
Κυματολήγη
Headword (normalized):
κυματολήγη
Headword (normalized/stripped):
κυματοληγη
IDX:
18939
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18958
Key:
*kumatolh/gh
Data
{'content': 'Κυματολήγη\n Κῡμᾰτο-λήγη, ἡ,\n λήγω\n wave-stiller, a Nereid, Hes.', 'key': '*kumatolh/gh'}