Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
κύλινδρος
κυλίνδω
κύλιξ
κύλισμα
κυλίστρα
κυλίω
κυλλᾶστις
Κυλλήνη
Κυλλοποδίων
κυλλός
κυλοιδιάω
κυμαίνω
κῦμα
κυματίας
κυματοαγής
Κυματολήγη
κυματοπλήξ
κυματόω
κυματωγή
κυματώδης
κύμβαλον
View word page
κυλοιδιάω
κυλοιδιάω κῠλ-οιδιάω, κύλα, οἰδάω to have a swelling below the eye, from a blow or from sleepless nights, Ar., Theocr.
ShortDef
to have a swelling below the eye
Debugging
Headword:
κυλοιδιάω
Headword (normalized):
κυλοιδιάω
Headword (normalized/stripped):
κυλοιδιαω
IDX:
18934
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18953
Key:
kuloidia/w
Data
{'content': 'κυλοιδιάω\n κῠλ-οιδιάω,\n κύλα, οἰδάω\n to have a swelling below the eye, from a blow or from sleepless nights, Ar., Theocr.', 'key': 'kuloidia/w'}