Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κυλινδήθρα
κυλίνδησις
κύλινδρος
κυλίνδω
κύλιξ
κύλισμα
κυλίστρα
κυλίω
κυλλᾶστις
Κυλλήνη
Κυλλοποδίων
κυλλός
κυλοιδιάω
κυμαίνω
κῦμα
κυματίας
κυματοαγής
Κυματολήγη
κυματοπλήξ
κυματόω
κυματωγή
View word page
Κυλλοποδίων
Κυλλοποδίων Κυλλο-ποδί_ων, ονος, πούς crook-footed, halting, of Vulcan, Il.; voc. Κυλλοπόδῑον Il.

ShortDef

club-footed, halting

Debugging

Headword:
Κυλλοποδίων
Headword (normalized):
κυλλοποδίων
Headword (normalized/stripped):
κυλλοποδιων
IDX:
18932
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18951
Key:
*kullopodi/wn

Data

{'content': 'Κυλλοποδίων\n Κυλλο-ποδί_ων, ονος,\n πούς\n crook-footed, halting, of Vulcan, Il.; voc. Κυλλοπόδῑον Il.', 'key': '*kullopodi/wn'}