Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

κύκνος
κύκνοψις
κυλινδέω
κυλινδήθρα
κυλίνδησις
κύλινδρος
κυλίνδω
κύλιξ
κύλισμα
κυλίστρα
κυλίω
κυλλᾶστις
Κυλλήνη
Κυλλοποδίων
κυλλός
κυλοιδιάω
κυμαίνω
κῦμα
κυματίας
κυματοαγής
Κυματολήγη
View word page
κυλίω
κυλίω later form of κυλίνδω, to roll along, Theocr., Luc.

ShortDef

to roll along

Debugging

Headword:
κυλίω
Headword (normalized):
κυλίω
Headword (normalized/stripped):
κυλιω
IDX:
18929
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n18948
Key:
kuli/w

Data

{'content': 'κυλίω\n later form of κυλίνδω, to roll along, Theocr., Luc.', 'key': 'kuli/w'}